Κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου τιμούμε και γιορτάζουμε τον ξεσηκωμό των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Τούρκου δυνάστη για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Εκ των πραγμάτων είναι η πιο σημαντική ημερομηνία στην ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, ως αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας.
Τι συνέβη, άραγε, στις 25 Μαρτίου του 1821 και την έχουμε αναδείξει ως την ημέρα της εθνικής μας εορτής; Τίποτα απολύτως λένε οι ιστορικοί. Ή σχεδόν τίποτα, για να είμαστε ακριβείς, πέρα από κάποιες αψιμαχίες. Κανένα σπουδαίο πολεμικό γεγονός που να δικαιολογεί αυτή την επιλογή. Ούτε καν η ύψωση του λαβάρου της Μονής της Αγίας Λαύρας και η ορκωμοσία των παλληκαριών από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.
Το περιστατικό της Αγίας Λαύρας είναι ένας εθνικός μύθος. Τον οφείλουμε στον γάλλο περιηγητή και ιστορικό Φρανσουά Πουκεβίλ (1770-1838), ο οποίος συνέγραψε την τετράτομη Ιστορία της Αναγεννήσεως της Ελλάδος (1824). Η ιστορία διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, αλλά και μέσω του πίνακα Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας (1851) του σημαντικού έλληνα ζωγράφου Θεόδωρου Βρυζάκη (1814-1878).
Άλλωστε και ο ίδιος ο Παλαιών Γερμανός δεν αναφέρει λέξη για το περιστατικό στα απομνημονεύματά του. Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι εκείνη την ημέρα δεν βρισκόταν στη Μονή της Αγίας Λαύρας, αλλά στην Πάτρα, όπου όντως όρκισε τους επαναστάτες της περιοχής στην Πλατεία του Αγίου Γεωργίου.
Τι γιορτάζουμε 25 Μαρτιου (Διπλή Γιορτή)
Η επέτειος να γιορτάζουμε τον εθνικό ξεσηκωμό στις 25 Μαρτίου καθιερώθηκε στις 15 Μαρτίου 1838 από τον βασιλιά Όθωνα, προκειμένου να συνδεθεί με το εκκλησιαστικό γεγονός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ήταν και επιθυμία του Αλέξανδρου Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας να συνδεθεί η έναρξη της επανάστασης με μια μεγάλη εκκλησιαστική εορτή για να τονωθεί το φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων.
Στην πραγματικότητα, η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου 1821, αλλά λίγες μέρες νωρίτερα στην Πελοπόννησο, μία περιοχή με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς και μικρή στρατιωτική παρουσία των Τούρκων. Ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της Πελοποννήσου (Μόρα Βαλεσί) Χουρσίτ Πασάς βρισκόταν στα Γιάννινα για να εξοντώσει τον Αλή Πασά, ο οποίος είχε αυτονομηθεί από την Υψηλή Πύλη. Πριν από την αναχώρησή του, ο Χουρσίτ είχε λάβει διαβεβαιώσεις από τους προεστούς του Μοριά ότι οι φήμες που κυκλοφορούσαν για τον επικείμενο ξεσηκωμό των ραγιάδων ήταν ανυπόστατες.
Αχαιοί και Μανιάτες ερίζουν για το ποιος έριξε την πρώτη τουφεκιά του εθνικού ξεσηκωμού. Στις 21 Μαρτίου αρχίζει η πολιορκία των Καλαβρύτων από τον Σωτήρη Χαραλάμπη και τους Πετμεζαίους. Είναι η πρώτη πολεμική ενέργεια της Επανάστασης και θα λήξει νικηφόρα μετά από πέντε ημέρες.
Στις 23 Μαρτίου οι Μανιάτες υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και τη συνεπικουρία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Καλαμάτα και με διακήρυξή τους κάνουν γνωστό στη διεθνή κοινότητα τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Την ίδια ημέρα, οι άνδρες του Αντρέα Λόντου θέτουν υπό τον έλεγχό τους τη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο), ενώ επαναστατικός αναβρασμός επικρατεί στην Πάτρα. Από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό το Άγιο Όρος αναχωρεί ο σερραίος έμπορος και φλογερός πατριώτης Εμμανουήλ Παππάς, προκειμένου να ξεκινήσει την Επανάσταση στη Μακεδονία.
Η 23η Μαρτίου είναι ο πρώτος σημαντικός σταθμός του εθνικού αγώνα και θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πάρει τη θέση της 25ης Μαρτίου στο εορταστικό καλεντάρι της χώρας μας.
Ήρωες του 1821: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

O Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε στην Πελοπόννησο και εξ αυτού του λόγου είναι γνωστός και ως «Γέρος του Μωριά». Γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής… εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας.
Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους κατακτητές. Το 1780, ήταν 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του.
Στα 17 του έγινε οπλαρχηγός του Λεονταρίου και στα 20 του νυμφεύτηκε την κόρη του τοπικού προεστού Αικατερίνη Καρούσου. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις αρχές του 1821 αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στον επικείμενο Αγώνα.
Περισσότερα για τη ζωή και τη δράση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εδώ
Ήρωες του 1821: Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε κυρίως στη Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα). Γεννήθηκε το 1780 στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και ήταν καρπός της σχέσης του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, αδελφής του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Μεγάλωσε με τους θετούς γονείς του, μία οικογένεια Σαρακατσάνων, αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε μη αντέχοντας τον διασυρμό μιας παράνομης σχέσης και πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών. Από τη μητέρα του, ο «γιος της καλογριάς» κληρονόμησε τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και την παροιμιώδη βωμολοχία του.
Στα 15 του ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγκαταλείπει τους θετούς του γονείς και σχηματίζει κλέφτικη ομάδα από συνομηλίκους του. Τρία χρόνια αργότερα πέφτει στα χέρια του Αλή Πασά, ο οποίος εκτιμώντας τον ισχυρό του χαρακτήρα τον προσλαμβάνει στη σωματοφυλακή του. Στην Αυλή των Ιωαννίνων όχι μόνο έμαθε τη στρατιωτική τέχνη, αλλά και στοιχειώδη γράμματα, γραφή και ανάγνωση.
Περισσότερα για τη ζωή και τη δράση του Γεωργίου Καραϊσκάκη εδώ
Ήρωες του 1821: Οδυσσέας Ανδρούτσος

Από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης του ‘21.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έπεσε θύμα των εμφύλιων διαμαχών κατά τη διάρκεια του Αγώνα και σκοτώθηκε από χέρι ελληνικό. Γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1788 και ήταν ο μονάκριβος γιος του ξακουστού αρβανίτη αρματολού της Ρούμελης Αντρέα Βερούση ή Καπετάν Ανδρούτσου και της Ακριβής Τσαρλαμπά, κόρης προεστού της Πρέβεζας. Στο νησί του Οδυσσέα είχε καταφύγει η μητέρα του για να γλιτώσει από την καταδίωξη των Τούρκων, επειδή ο πατέρας του είχε ακολουθήσει τον θαλασσομάχο Λάμπρο Κατσώνη στις ανά το Αιγαίο περιπέτειές του. Εκεί βαφτίστηκε το 1792 από τη γυναίκα του Κατσώνη, Μαρουδιά, που για τον ίδιο λόγο είχε ζητήσει κι αυτή άσυλο στο νησί.
Προς τιμή του ομηρικού ήρωα, του δόθηκε το όνομα Οδυσσέας. Ο ίδιος, όμως, πατρίδα του θεωρούσε την πατρίδα του πατέρα του, τις Λιβανάτες της Λοκρίδας. Όταν ο Αλή Πασάς έμαθε πως ο φίλος του καπετάν Ανδρούτσος, που εν τω μεταξύ είχε αποκεφαλιστεί από τους Τούρκους το 1797, άφησε γιο, τον πήρε κοντά του στην αυλή του στα Γιάννενα, που αποτελούσε τότε σπουδαίο στρατιωτικό σχολείο, στο οποίο μαθήτευσαν αρκετοί Έλληνες αγωνιστές του ’21. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε ο μικρός Οδυσσέας. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα και να μιλάει ιταλικά και αρβανίτικα. Η σωματική του δύναμη ήταν παροιμιώδης και διηγούνται αναρίθμητα κατορθώματά του. Κάποιος βιογράφος του γράφει, ότι «επήδα ως έλαφος, έτρεχεν ως ίππος και ίππευεν ως Κένταυρος».
Περισσότερα για τη ζωή και τη δράση του Οδυσσέα Ανδρούτσου εδώ
Ήρωες του 1821: Παπαφλέσσας
Κληρικός, από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του ‘21.
Ο Γεώργιος Δικαίος Φλέσσας, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε το 1786 ή το 1788 στην Πολιανή Μεσσηνίας. Ο Παπαφλέσσας φοίτησε στην ονομαστή Σχολή της Δημητσάνας και το 1816 εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Βαλανιδιάς στην Καλαμάτα κι έλαβε το όνομα Γρηγόριος. Ζωηρός και εριστικός ως χαρακτήρας, γρήγορα ήλθε σε ρήξη με τον ηγούμενό του και πήγε να μονάσει στο μοναστήρι της Ρεκίτσας, μεταξύ Μυστρά και Λεονταρίου.
Στις αρχές του 1818 μάλωσε μ’ ένα Τούρκο αγά της περιοχής για κάποια διαφιλονικούμενα κτήματα και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο προτού εγκαταλείψει την Πελοπόννησο κι ενώ καταδιώκετο από Τούρκους οπλοφόρους, φέρεται να τους είπε: «Άιντε ρε και πού θα μου πάτε! Θα ξαναγυρίσω πάλι ή δεσπότης ή πασάς και τότε θα λογαριαστούμε!» .Στην Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον κατήχησε και τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία στις 21 Ιουνίου του 1818 με το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος. Την ίδια περίοδο έγινε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’. Από τη στιγμή που έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο Παπαφλέσσας αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην υπόθεση του εθνικού ξεσηκωμού.
Περισσότερα για τη ζωή και τη δράση του Παπαφλέσσα εδώ
Ήρωες του 1821: Αθανάσιος Διάκος
Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν από τους πρωτεργάτες του εθνικού ξεσηκωμού στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και ήρωας της μάχης της Αλαμάνας. Γεννήθηκε το 1788 στην Άνω Μουσουνίτσα της Φωκίδας (σημερινός Αθανάσιος Διάκος) και κατ’ άλλους στη γειτονική Αρτοτίνα, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός.
Ο πατέρας του μη μπορώντας να αντέξει τα βάρη της πολυμελούς οικογένειάς του, τον έστειλε δόκιμο μοναχό στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, σε ηλικία 12 ετών. Πέντε χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την καλογερική, όταν σκότωσε ένα Τούρκο αγά, επειδή, σύμφωνα με κάποια παράδοση, αυτός του έθιξε τον ανδρισμό του, θαμπωμένος από την ομορφιά του. Ο νεαρός Αθανάσιος εντάχθηκε ως πρωτοπαλίκαρο στο σώμα του οπλαρχηγού Γούλα Σκαλτσά και τότε ήταν που έλαβε το προσωνύμιο Διάκος, με το οποίο έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία.
Το 1814 πήγε στα Ιωάννινα και εντάχθηκε στη σωματοφυλακή του Αλή Πασά, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Όταν ο Ανδρούτσος διορίστηκε αρχηγός στο αρματολίκι της Λιβαδειάς, ο Διάκος τον ακολούθησε. Μετά την αποχώρηση του Ανδρούτσου, ο Διάκος ανακηρύχθηκε καπετάνιος τον Οκτώβριο του 1820, ενώ την ίδια περίοδο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Στις 27 Μαρτίου 1821, ο Αθανάσιος Διάκος πρωτοστατεί στην κήρυξη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά.
Περισσότερα για τη ζωή και τη δράση του Αθανασίου Διάκου εδώ
Ήρωες του 1821: Μπουμπουλίνα

Μια από τις δύο κορυφαίες γυναικείες μορφές της Ελληνικής Επανάστασης. Η άλλη είναι η Μαντώ Μαυρογένους. Η Μπουμπουλίνα ήταν κόρη του Υδραίου πλοιάρχου Σταυριανού Πινότση και γεννήθηκε το 1771 στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όπου ο πατέρας της εκρατείτο για συμμετοχή στα Ορλοφικά. Στα 17 της παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Γιάννουζα και στα 26 της έμεινε χήρα με τρία παιδιά.
Το 1801 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Σπετσιώτη καραβοκύρη Δημήτριο Μπούμπουλη και έγινε έκτοτε γνωστή ως Μπουμπουλίνα (η γυναίκα του Μπούμπουλη). Έχασε και τον δεύτερό της σύζυγο με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Την περιουσία του θανόντος συζύγου της, που ξεπερνούσε τα 300.000 τάλληρα, την επένδυσε αποκτώντας μερίδια σε διάφορα σπετσιώτικα πλοία.
Ο Εθνικός Ξεσηκωμός βρήκε την Μπουμπουλίνα «πεντηκοντούτιδα, ωραίαν, αρειμάνιον ως αμαζόνα, επιβλητικήν καπετάνισσαν, προ της οποίας ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει», όπως τη σκιαγράφησε ο δημοσιογράφος και ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων. Ξόδευε την περιουσία της, όχι μόνο για τη διατήρηση των πλοίων της, αλλά και για τα στρατεύματα στην ξηρά.
Περισσότερα για τη ζωή και τη δράση της Μπουμπουλίνας εδώ
Ήρωες του 1821: Μαντώ Μαυρογένους
Εξέχουσα μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, μία από τις ελάχιστες γυναίκες που διακρίθηκαν στον Αγώνα.
Οι πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση της αντλούνται κυρίως από ξένους συγγραφείς, τους οποίους φαίνεται ότι είχε σαγηνεύσει με την προσωπικότητα και την ομορφιά της και όχι από τους συγχρόνούς της Έλληνες ιστορικούς και απομνηματογράφους, που αποσιώπησαν ή υποτίμησαν την προσφορά της στον Αγώνα.
Η Μαντώ (Μαγδαληνή το βαπτιστικό της όνομα) Μαυρογένους γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στην Τεργέστη, όπου ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, γόνος της ονομαστής φαναριώτικης οικογένειας των Μαυρογένηδων με καταγωγή από τις Κυκλάδες, ασχολείτο με το εμπόριο. Η μητέρα της Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γεννημένη στη Μύκονο, αλλά με καταγωγή από τη Σπάρτη, ήταν πολύγλωσση και κρατούσε τα κατάστιχα των εμπορικών δραστηριοτήτων του άνδρα της. Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλέλληνα στρατιωτικό και συγγραφέα Μαξίμ Ρεμπό , η Μαντώ γνώριζε γαλλικά και ιταλικά. Ήταν προικισμένη μ’ ένα γλυκύτατο χαρακτήρα, αλλά «όταν μιλάει για την ελευθερία της πατρίδας της, φλογίζεται, η συζήτηση ζωντανεύει και τα λόγια της κυλάνε με μια φυσική ευγλωττία που σου κρατούν την ανάσα». Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους από την Τήνο, όπου διέμενε μετά τον θάνατο του πατέρα της, έσπευσε στη Μύκονο και πρωτοστάτησε στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/503
© SanSimera.gr«Παρακινά με τ΄ άδικο, και μ΄ αναγκάζουν θρήνοι
οι πικροκαρδιοστάλακτοι δια φόνον όπου εγίνη
να βρίσκομαι σε βάσανα, θλίψι πολλή και πάθη,
με πόνο αναστενάζοντας απ΄ της καρδιάς τα βάθη.
Κι αν με ρωτάτε ποια είμαι εγώ, Αθήνα μ΄ ονομάζουν,
όπου εις εμένα ετρέχασι σοφοί δια να σπουδάζουν
εις τα σχολειά μ΄ ανθούσασι ρήτορες, διδασκάλοι,
και φιλοσόφοι και ιατροί, κ΄ είχα τιμή μεγάλη
που η φήμη τους εξάπλονε ΄ς τ΄ άκρα της οικουμένης,
ωσάν Πλάτων, Μνησίθεος, Σωκράτης, Δημοσθένης
ελάμπασι ΄ς ταις μάχαις μου με θαυμαστήν ανδρεία
στρατάρχοι εχθρών ο χαλασμός, και εμένα η σωτηρία,
ως Περικλής, Θεμιστοκλής, Κίμων και Μιλτιάδης
που, όταν τους δέχθηκε νεκρούς, ετρόμαξε κι΄ ο άδης…»
Είναι ένα μικρό αλλά ενδεικτικό απόσπασμα του έργου «ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΗΜΟΥ ΠΟΛΕΩΣ ΑΘΗΝΗΣ», που εκδόθηκε το 1681 στη Βενετία, μεσούσης της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα. Χαρακτηρίζεται ως ιστορικό ποίημα και το εμπνεύστηκε ο ιερέας Αντώνιος Μπουμπούλης, όταν οι Οθωμανοί φόνευσαν τον Μιχαήλ Λύμπονα (αναφέρεται και ως Λίμπονας), γόνο σπουδαίας αθηναϊκής οικογένειας ηρώων.
Στην ανατριχιαστική περιγραφή του έμμετρου λόγου του ιερέα αποτυπώνεται ο θρήνος της πόλης όχι μόνον για τη δολοφονία Λύμπονα, αλλά κάθε Ρωμιού αγωνιστή ενάντια στον τουρκικό ζυγό. Άλλωστε, τόσο νωρίτερα όσο και μεταγενέστερα, είχαν –ευτυχώς- καταγραφεί από τους ολίγους χρονικογράφους της εποχής, αρκετοί ως φαίνεται Θρήνοι, με αφορμή αρχικά την εισβολή «των Αγαρηνών» στην Αθήνα, και ακολούθως τη θυσία ηρωικών μορφών του αγώνα («πάλι Αθήνα κόπτεται, πάλιν Αθήνα κλαίει…»), όπως του Καραϊσκάκη, που εξέπνευσε μια ανοιξιάτικη Παρασκευή του 1827:
«Τρεις περδικούλαις κάθουνται στον κάμπο της ΑΘΗΝΑΣ
είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα
Είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτιγμένα.
Από βραδύς μυριολογούν και το ταχύ φωνάζουν:
Τρίτη τετάρτη θλιβερή, πέμπτη φαρμακωμένη
Παρασκευή ξημέρωμα – μην είχε ξημερώσει…»
Στην Ιστορία των Αθηνών και στο ειδικό κεφάλαιο υπό τον τίτλο «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» ο Δημήτριος Καμπούρογλου μνημονεύει με ευγνωμοσύνη τον «εν Πετρουπόλει σεβαστόν» καθηγητή Γαβριήλ Δεστούνη, ο οποίος αντλώντας πληροφοριακό υλικό από τα χειρόγραφα της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης Πετρουπόλεως εξέδωσε ιστορικό ποίημα αγνώστου συγγραφέως, που αναφέρεται «εις άλωσιν των Αθηνών υπό των Τούρκων», με τίτλο «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ Η ΓΕΓΟΝΕΝ ΥΠΟ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ ΕΙΣ ΑΤΤΙΚΗΝ ΑΘΗΝΑ»:
«Κάθεται Αθήνα και θρηνεί, κλαίει και ουχ υπομένει.
Ουαί μοι την ταλαίπωρον, ουαί μοι την αθλίαν,
ουαί μοι την αμαρτωλόν πλείον παρά τας άλλας…»
Ο Δεστούνης παρατηρεί πως είναι οφθαλμοφανές ότι η άλωσις της Αθήνας δεν έγινε από Πέρσες, αλλά από Τούρκους, τους οποίους οι βυζαντινοί συγγραφείς αποκαλούσαν συνήθως Πέρσες. Ο ίδιος μάλιστα σημειώνει ότι ενδεχομένως ο άγνωστος ποιητής από πρόθεση να έκανε λόγο για Πέρσες, προαισθανόμενος ότι ο κατοπινός αγώνας των Ελλήνων για την απελευθέρωση του τόπου τους θα παρείχε τόσο ιστορικό υλικό, ώστε να μπορεί κάποτε να παραλληλισθεί και με τους περσικούς πολέμους.
Το μακροσκελές ποίημα αξιολογείται ως ιδιαιτέρως πολύτιμο, καθώς αποτελεί ακριβή πηγή πληροφοριών της εποχής. Είναι το μόνο, που περιγράφει και αφήνει στις επόμενες γενιές τη γνώση για τις σφαγές ιερέων, γερόντων και προυχόντων, τις ασέλγειες κατά γυναικών και παιδιών, τους εμπρησμούς οικιών και τις βεβηλώσεις ναών. Αναφέρεται δε και στους εκτοπισμούς των περίφημων Σωπολιατών γεωργών (εκ των Σεπολίων – το προάστιο της Αθήνας, φημισμένο τότε για τις ευλογημένες καλλιέργειές του) σε άγνωστες εκτάσεις της Ασίας.
Η αλήθεια είναι ότι στους αιώνες της σκλαβιάς η όποια απόπειρα καταγραφής, πολλώ δε μάλλον έκδοσης χρονικών, ήταν a priori καταδικασμένη. Αλλά και πού υποδομή, πού μυαλό και πού αντοχή για καταγραφή; Στην πραγματικότητα, οι πόλεις, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην έντυπη μνημόνευση των τεκταινομένων τη ζοφερή εκείνη εποχή στην Ελλάδα, ήταν η Βενετία και η Βιέννη, όπου δραστηριοποιούνταν ομογενείς τυπογράφοι, χρηματοδοτούμενοι συχνά από γενναιόδωρες προσφορές φαναριωτών, κληρικών ή εμπόρων. Σύντομα η εκτύπωση ελληνικών πονημάτων και κυρίως ιστορικών ποιημάτων, πέρασε από τους ιδιώτες τυπογράφους στους εκδότες, οι οποίοι έχοντας εγκαινιάσει και διασφαλίσει την αναγνωσιμότητα του τυπωμένου υλικού με τη μορφή της συνδρομής, αναλάμβαναν το σύνολο της δουλειάς χωρίς απαραιτήτως να διαθέτουν οι ίδιοι τυπογραφείο. Ως τέτοιοι, εξαιρετικά δραστήριοι εκδότες, έμειναν στην ιστορία οι Άνθιμος Γαζής, Γρηγόριος Κωνσταντάς και Νεόφυτος Δούκας.
ΤΑ «ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ» ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Αλλά, σε κάθε περίπτωση, η εκτύπωση προϋπέθετε υλικό και το υλικό «γεννιόταν» στην υποδουλωμένη Ελλάδα. Κατά την πρώτη περίοδο της τουρκοκρατίας, η… ντόπια «παραγωγή» μετρούσε το «Σύντομον Χρονικόν», το «Χρονικόν εν Οξωνίω Lincoln College εκδοθέν υπό του Σπ. Λάμπρου και το «Χρονικόν Μάτεση» εκδοθέν υπό του Σάθα. Στη δεύτερη περίοδο τοποθετείται η έκδοση του έργου «Χρονικόν του Ανθίμου (περιελάμβανε υλικό εφημερίδων), αλλά και το «Χρονικόν Παναγή Σκουζέ, το οποίο δεν εκδόθηκε, ωστόσο τμήμα του χρόνια μετά, παραχωρήθηκε για έκδοση στον απομνημονευματογράφο, ιστορικό, πολιτικό, αρχειοφύλακα της βιβλιοθήκης της Βουλής στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, Γεώργιο Τερτσέτη, από τους απογόνους του Σκουζέ. Τέλος, Χρονικά, αναφερόμενα στην επανάσταση, υπήρξαν το εν μέρει εκδοθέν του Άγγελου Γέροντα και το ανέκδοτο του Παναγιώτη Πούλου, χειρόγραφα από το οποίο έφτασαν με την εύνοια των συγκυριών στο σήμερα…
Κατά τον ιστορικό Καμπούρογλου, το «Σύντομον Χρονικόν» – αγνώστου καταγραφέα- περιέχει διάσπαρτες πληροφορίες περί πολεμικών συγκρούσεων (Ελλήνων, Φράγκων, Βενετών, Τούρκων), περί εκκλησιαστικών θεμάτων, περί επισήμων αφίξεων, αναχωρήσεων, επιδημιών, σεισμών, πλημμυρών κ.λ.π.
«Τω 1456, μηνί Ιουνίω, παρεδόθη εις τα χείρας των Μουσουλμάνων η πόλις των Αθηνών» καταγράφεται στο Χρονικό. Σε άλλο σημείο σημειώνεται λακωνικά πως «το 1523 η λοιμική νόσος προσέβαλε και τα Αθήνας», με αναφορά προφανώς σε πανδημία της πανώλης.
Περισσότερες και λεπτομερέστερες είναι οι πληροφορίες, που άντλησαν οι ιστορικοί από το χρονικό που εξέδωσε για την τουρκοκρατία στην Αθήνα ο ιστορικός και πολιτικός, που διετέλεσε και πρωθυπουργός της χώρας, Σπυρίδων Λάμπρος, πατέρας της Λίνας Τσαλδάρη. Οι σπουδαιότερες είναι εκείνες που αφορούν το φρικώδες παιδομάζωμα:
«…Εις τους ζνα (=1543) επήραν τα παιδία από την Αθήνα μηνί Απριλίου κβ΄.
Εις τους ζνε (=1547) μηνί Δεκεμβρίω κη΄ επήραν τα παιδία από την Αθήνα.
Εις τους ζξα (=1453) Ιουλίου πρώτη επήραν τα παιδία από την Αθήνα εις του Γιακουμάκη το σπίτι.
Εις του ζξε (=1557) Ιουνίου ιη΄ ημέρα παρασκευή εσέβη ο Σκλάβος (όνομα του επί του παιδομαζώματος υπαλλήλου) εις του Ζώη το σπίτι επήρε τα παιδία….»
Και ο Καμπούρογλου σχολιάζει: «Φρίκην γεννά η απλή αναγραφή των πληροφοριών τούτων! Νομίζει τις ότι ακούει τους θρήνους και τους κοπετούς των ατυχών μητέρων και την σιωπηράν οδύνην του πατρός! […] Και ο Γενίτσαρος απέρχεται χαιρεκάκως μειδειών και απάγων την λείαν του…».
Στο Χρονικό του Ζακυνθινού Μάτεση η καταγραφή ξεκινά το 1684 και τελειώνει το 1699. Τα συμβάντα αναφέρονται κάπως αφελώς, σχεδόν ως να σημειώνονται σε εφηβικό ημερολόγιο. «1684 Γενναρίου πρώτη. Από εδώ και εμπρός έβαλλα αρχή να γράψω όσα πράγματα άκουσα να συνέβουνε με τον Τούρκον και Φραγκίαν» σημειώνει επί λέξει στο ξεκίνημα του Χρονικού του ο Μάτεσης.
Αξιοσημείωτο πληροφοριακό υλικό για την υποδουλωμένη Ελλάδα βρίσκεται καταγεγραμμένο σε εκδόσεις, που τυπώθηκαν σε ελληνικά τυπογραφεία κάμποσα χρόνια μετά την επανάσταση και κυκλοφόρησαν πλέον ευρέως στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Το υλικό συλλέχθηκε από αρχεία ιστορικών προσωπικοτήτων, τα οποία βρέθηκαν και δόθηκαν προς δημοσιοποίηση από απογόνους τους.
Σε μία τέτοια έκδοση, που υπογράφει ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, υπό τον τίτλο «Μνημεία Αθηνών» (1928), «φιλοξενούνται» πληροφορίες του πατέρα του, Θεμιστοκλή Φιλαδελφέως, συγγραφέα, λαογράφου και ιδρυτή ενός από τα πρώτα τυπογραφεία στην Ελλάδα. Σημειώνεται ότι αυτός ο τελευταίος, που έζησε τόσο τη δεύτερη περίοδο της τουρκοκρατίας, όσο και τον αγώνα για τη απελευθέρωση, ήταν ο εμπνευστής και δωροθέτης του «Φιλαδέλφειου» λογοτεχνικού διαγωνισμού, στον οποίο βραβεύτηκαν σπουδαίοι Έλληνες λογοτέχνες, όπως οι Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Δροσίνης και Κωνσταντίνος Κρυστάλλης.
Καταθέτει, λοιπόν, στο έργο του «Μνημεία Αθηνών», ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, ότι στις 17 Αυγούστου του 1759, ο βοεβόδας των Αθηνών, αγά Μουσταφά Τζισταράκης, γκρέμισε έναν από τους 17 σωζόμενους κίονες του ναού του Ολυμπίου Διός, προκειμένου με το μάρμαρό του να χτίσει το τζαμί του Μοναστηριακίου. Για την πράξη του αυτή ο Σουλτάνος τιμώρησε τον αγά με πρόστιμο 17 πουγγιών γροσίων (περίπου 30.000 χρυσές δραχμές), αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Τότε, ένας καλόγερος για να προστατέψει το μνημείο, έστησε σκήτη επάνω στο επιστύλιο δύο κιόνων και για πολλά χρόνια –ίσαμε την εποχή του Όθωνα- έζησε σ΄ εκείνο το απρόσιτο σημείο. Εξ αυτής της πράξεώς του ο καλόγερος πήρε το προσωνύμιο «στυλίτης», παρότι στυλίτες αποκαλούντο οι μοναχοί, που επέλεγαν για σκήτη τους κορυφές κιόνων, προκειμένου να ζουν πιο κοντά στον θεό.
ΤΟ «ΛΙΘΙΝΟ ΧΡΟΝΙΚΟ» Ή ΤΑ «ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»
Είναι το παλαιότερο, ανθεκτικότερο και ασφαλέστερο, ως πηγή πληροφορίας, χρονικό της Ελλάδος, ασφαλώς και όλου του κόσμου. Το αποτελούν οι εγχάρακτες πληροφορίες σε κίονες, τοίχους ναών και άλλων οικοδομημάτων. «Ο πρώτος χαράξας επί αρχαίου κίονος ιστορικόν γεγονός ήτο ο πρώτος ακαλλαίσθητος Έλλην, αλλά συγχρόνως και ο πρώτος ευεργέτης της Ιστορίας» σημειώνει ο Δημήτριος Καμπούρογλου, τουλάχιστον για την Ελλάδα.
Ο όρος «γκράφιτο» (πληθ. graffiti) είναι παμπάλαιος και ιδιαίτερα δημοφιλής στους αρχαιολόγους (τουλάχιστον τους μη Έλληνες, διότι στην ακριβή ελληνική γλώσσα οι λέξεις «χάραγμα» ή «σκαρίφημα» ή «ακιδογράφημα» είναι ικανές να αποδώσουν την ουσία και με το παραπάνω…). Η λέξη, πάντως, συνήθως αναφέρεται σε σημάδι, σε σκάλισμα επάνω σε σκληρή επιφάνεια (πέτρα, μάρμαρο κ.λ.π). Τα σημάδια αυτά (graffiti) μπορεί να είναι ζωγραφιές (ζωγραφική των σπηλαίων της Παλαιολιθικής Περιόδου) ή γράμματα, μεταγενέστερα έως σήμερα. Γκράφιτι, με ιστορική αξία, έχουν εντοπισθεί κατά κόρον στην Αρχαία Αίγυπτο, σε περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και ασφαλώς στην αρχαία Ελλάδα (χαράγματα μαρτυρικά ιδιοκτησιών, σημειώσεις εμπόρων, μηνύματα, λίστες κ.α.) από τον 8ο αι. π.Χ.
Ένα εντυπωσιακό «βιβλίο» χαραγμένο στα μάρμαρα των Προπυλαίων και του Παρθενώνα, φιλοξενεί και ο βράχος της Ακροπόλεως. Παρά την αρχική αποστροφή των κλασικών αρχαιολόγων, οι οποίοι έκαναν λόγο για «βεβήλωση των ιερών μαρμάρων της αρχαιότητας», τα «χρονογραφικά χαράγματα» στους δυτικούς κυρίως κίονες του ναού, αποτελούν περίτρανες αποδείξεις του αδιάσπαστου βίου της Αθήνας από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έως την απελευθέρωση του έθνους από τον τουρκικό ζυγό. «Ας δεχθούμε τα χαράγματα των Προπυλαίου της Ακροπόλεως των Αθηνών ως αποσπάσματα έναρθρου λόγου, μαρτυρίες ανθρώπινης παρουσίας και δράσης, που ως ψίθυροι ευλαβείας τιμούν τους απόντες που στοιχειώνουν αυτόν τον χώρο» είχε σημειώσει σε ομιλία του, το 2014, ο αρχιτέκτων καθηγητής του ΕΜΠ, Τάσος Τανούλας, ο οποίος με περίσσια υπομονή αναζήτησε, εντόπισε στους αρχαίους κίονες των Προπυλαίων και κατέγραψε περισσότερα από 100 ακιδογραφήματα.
«Στρατιωτικοί, αξιωματούχοι – σπαθάριοι και δρουγγάριοι – προσωπικότητες με πολιτικά αξιώματα – σχολάριοι, οψικιανοί, χαρτουλάριοι και νοτάριοι – ή και εκκλησιαστικοί παράγοντες, όπως πρεσβύτεροι και πρωτοψάλτες, , αλλά και απλοί πολίτες, όπως ο “Ιωάννης Ταπηνός κε αμαρτολός”, έχουν αφήσει το στίγμα τους πάνω στους κίονες, δίπλα σε απλούς σταυρούς, επικλήσεις, ιδεογράμματα πλοίου – σύμβολα της Εκκλησίας. Κάποια είναι σύντομα αφηρημένα αποτυπώματα περαστικών που τα χάραξαν μόνοι τους με ευκολία. Άλλα – κυρίως αυτά με μνείες θανάτων που ήταν και τα μεγαλύτερα σε μέγεθος – χαράχθηκαν από επαγγελματίες».
Όσο για τα ακιδογραφήματα του Παρθενώνα, είναι 235, εκ των οποίων πέντε σε λατινική γλώσσα. Τα υπόλοιπα είναι: 104 επικλήσεις προς τον τριαδικό θεό και την υπεραγία Θεοτόκο, 64 αναφορές θανάτων, 32 αναγραφές ονομάτων, 20 φράσεις εκκλησιαστικών κειμένων, 12 ποικίλα θέματα και έξι παραστάσεις. Σημειώνεται δε ότι ο μεγαλύτερος όγκος εξ αυτών βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του Παρθενώνα, όπου ήταν και η θύρα του χριστιανικού ναού, οπότε κληρικοί και λαϊκοί επισκέπτες αναπαύονταν πριν ή μετά την είσοδό τους.
Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους, σύγχρονους ναούς της Αθήνας, τα «χρονογραφικά χαράγματα» των μνημείων της Ακρόπολης σταματούν με την κατάληψη της πόλης και του βράχου από τους Τούρκους, γεγονός ερμηνεύσιμο μιας και ο ναός δεν λειτουργεί πλέον ως τόπος χριστιανικής λατρείας, αλλά ως τζαμί, και η κυκλοφορία των Ρωμιών στον βράχο δεν… ενδείκνυται. Όπως γράφει, δε, χαρακτηριστικά ο Καμπούρογλου, «… αφ΄ ότου οι Τούρκοι κατέλαβον τας Αθήνας και η στρατιωτική αυτών αρχή ήδρευεν εν Ακροπόλει (και) έπαυσε ο Παρθενών να είναι εκκλησία –έστω και Δυτική- μεταβληθείς εις Τζαμί, δεν είχον λόγον να επισκέπτωνται οι Αθηναίοι το Κάστρο, και επί τη υποθέσει ότι επετρέπετο, εις τινας τουλάχιστον εξ αυτών, η είσοδος, αφού η έξοδός των δεν ήτο τόσον βεβαία…».
Τα «χρονογραφικά χαράγματα» επανέρχονται μετά τη φυγή των Τούρκων, με μία πρώτη ακιδογραφία τον Απρίλιο του 1827 στον Γεώργιο Θωμόπουλο, που υπογράφει ως «αγωνιστής του 1821», και ο οποίος, ενώ χάραζε το όνομά του στην εσωτερική επιφάνεια του βόρειου τοίχου, κατά τον καθηγητή Τανούλα «πατούσε επάνω στις τουρκικές καμάρες του 18ου αι. όπου ήταν τοποθετημένη πυροβολαρχία».
Σημειώνεται ότι η πρώτη ανακοίνωση για τα χαράγματα των μνημείων του ιερού βράχου είχε γίνει το 1944 στην Ακαδημία Αθηνών από τον σπουδαίο ερευνητή της ελληνικής αρχιτεκτονικής και έναν από τους θεμελιωτές της βυζαντινολογίας στην Ελλάδα, τον ακαδημαϊκό αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο. Ο ίδιος μάλιστα είχε αποδώσει σχεδιαστικά και αρκετά από αυτά. Τα σκίτσα του, καθώς κάποια από τα επιλεχθέντα ακιδογραφήματα κρύβονται στην αχλή του χρόνου και της ρύπανσης, αποτελούν παρακαταθήκη για την ιστορία.
Αλλά χρονογραφικά χαράγματα, αναγόμενα στην περίοδο του Τουρκοκρατίας, βρέθηκαν πολλά στο Θησείο, αρκετά στη Στοά του Γυμνασίου του Αδριανού και αλλού, καθώς και σε κάποιες εκκλησίες, όπως στου Αγίου Νικολάου Νικοδήμου (η λεγόμενη ρωσική) και στην «Όμορφη Εκκλησία» κοντά στα Πατήσια.
Από τα ευρήματα των ειδικών μελετητών, προκύπτει ότι προσφιλές πεδίο καταγραφής γεγονότων την περίοδο της υποδούλωσης των Ρωμιών της Αθήνας, υπήρξαν και οι κίονες του Ολυμπίου Διός. Το 1881 σε διατριβή του με τίτλο «Πρόχειρά τινα περί των Πηγών της Αθηναϊκής Ιστορίας κατά τους μέσους αιώνας και επί Τουρκοκρατίας», ο Σπυρίδων Λάμπρος σημειώνει: «στύλός τις των του Ολυμπιείου περιέχει εν υψηλώ τυμπάνω και οιονεί εν αποκρύφω μονονού πλήρη τον κατάλογον των υπό του Χασεκή απαγχονιζομένων». Εξηγώντας την αξία των συγκεκριμένων χαραγμάτων, ο Λάμπρος τονίζει ότι υπάρχουν και πολλές άλλες επιγραφές, χαραγμένες σε αρχαία μνημεία «κατά τους μέσους αιώνας και χρόνους της Τουρκοκρατίας».
Όπως σημειώνουν οι ιστορικοί ερευνητές, σε μία εποχή κατά την οποία φουντώνουν οι φήμες περί εκσλαβισμού, το λίθινο χρονικό έρχεται να σώσει την τιμή της πόλης, κρατώντας χαραγμένες, αναλλοίωτες στον χρόνο, ιστορικές αναφορές σε ελληνική γλώσσα. Με το λίθινο χρονικό οι επιστήμονες καταλήγουν να επαληθεύσουν και όποια γραμμένη σε χαρτί πληροφορία. Ως παράδειγμα, φέρεται η πληροφορία του Lincoln College ότι το έτος 1554 ταξιδιώτης από την Κωνσταντινούπολη φέρνει στην Αθήνα τον λοιμό (πανώλη), ο οποίος μεταδίδεται ραγδαία, διαρκεί τρία ολόκληρα χρόνια και γίνεται η αιτία για τον θάνατο 10.000 Αθηναίων πολιτών. Οι κατοπινοί ιστορικοί θεωρούν τον αριθμό υπερβολικό, ώσπου χάραγμα στον 12ο στύλο της νότιας πλευράς του Θησείου επιβεβαιώνει το σαρωτικό πέρασμα του λοιμού από την Αθήνα κάνοντας λόγο για «μέγα θανατικόν υπό χρονολογίαν 1555, εξ ου απέθανον χιλιάδες λαού και καστριώται (Τούρκοι κατοικούντες στην Ακρόπολη)».
Παλιό εργαλείο της ιστορίας, λοιπόν, το εγχάρακτο μήνυμα ή σύμβολο στους τοίχους. Αλλά όσο κι αν η ανάγκη κάποτε το επέβαλλε, σήμερα, που το οπλοστάσιο της καταγραφής είναι γεμάτο από επιτεύγματα της τεχνολογίας, το γκράφιτι, που στο μεταξύ έχει αναχθεί σε τέχνη, κατέληξε συχνά να «πυροβολεί» την αισθητική. Ο του Καμπούρογλου «χαράξας γεγονός», παραμένει «ακαλλαίσθητος», αλλά δεν είναι πια «ευεργέτης της ιστορίας»…
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ Δ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ